λαυρεωτικός

λαυρεωτικός
και λαυρ(ε)ιωτικός, -ή, -ό (Α Λαυρεωτικός και Λαυρειωτικός και Λαυριωτικός, -ή, -όν) [Λαυρεώτας]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λαύριο ή προέρχεται από το Λαύριο (α. «Λαυρεωτική πρόσοδος» β. «γλαῡκες ὑμᾱς οὔποτ' ἐπιλείψουσι Λαυριωτικαί», Αριστοφ.)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Λαυρεωτική
το Λαύριο και η γύρω από αυτό περιοχή
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα Λαυρεωτικά
βλ. λαυριακός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαυριακός — ή, ό 1. λαυρεωτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (ιστ.) τα Λαυριακά γεγονότα συνδεόμενα με την εκμετάλλευση τών μεταλλείων τού Λαυρίου που συνέβησαν κατά την περίοδο 1869 1875, συγκλόνισαν την ελληνική πολιτική ζωή και την κοινή γνώμη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”